- σκίδνημι
- Α(δ. τ. τού σκεδάννυμι)1. διασκορπίζω2. μέσ. σκίδναμαια) (για συγκεντρωμένο πλήθος) διασκορπίζομαι, διαλύομαι («σκίδνασθ' ἐπὶ ἔργα ἕκαστος», Ομ. Ιλ.)β) (για οσμή) διαχέομαι, διαδίδομαι («εὐωδία ἐκ πηγῆς σκιδναμένη», Πλούτ.)γ) (για την κόρη τού οφθαλμού) διαστέλλομαιδ) (για τον εισπνεόμενο αέρα) εξαπλώνομαι σε όλο το αναπνευστικό σύστημα3. φρ. α) «ἅμα ἡλίῳ σκιδναμένῳ» — αμέσως μετά την ανατολή τού Ηλίουβ) «σκιδναμένης Δήμητρος» — κατά την εποχή τής σποράς.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αθέματος ενεστ. σκίδ-νη-μι έχει σχηματιστεί με ενεστ. επίθημα -νη-μι (πρβλ. δάμ-νη-μι) από τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού σκεδάννυμι* με φωνήεν στήριξης -ι- (πρβλ. κίρ-νημι, πίτ-νημι)].
Dictionary of Greek. 2013.